- πυργοδόμῳ
- πυργοδόμοςbuilding towersmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυργοδόμημα — ήματος, τὸ, Μ οικοδόμημα όμοιο με πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δόμημα μέσω ενός αμάρτυρου *πυργοδομῶ (πρβλ. οικοδόμημα)] … Dictionary of Greek